- μεσόχθων
- μεσόχθων, -ονος, ό και ἡ (Α)αυτός που βρίσκεται στα μεσόγεια, ο μεσόγειος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + χθών, χθονός (πρβλ. αυτό-χθων, ετερό-χθων)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεσόχθονι — μεσόχθων midland masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσόχθονος — μεσόχθων midland masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek
χθων — η / χθών, ονός, ΝΑ ως κύριο όν. η Χθων μυθ. προσωποποιημένη θεότητα τής γης, που ταυτίζεται με τη Γαία και την οποία θεωρούσαν μητέρα τών Τιτάνων, τών Σειρήνων, τών Γιγάντων και τού Τυφώνος αρχ. 1. η γη, το έδαφος, το χώμα (α. «χθονὶ γυῑα… … Dictionary of Greek